- καταρτιστῆρα
- καταρτιστήρone who restores ordermasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταρτιστήρ — καταρτιστήρ, ῆρος, ὁ (Α) [καταρτίζω] αυτός που αποκαθιστά την τάξη, ο διαιτητής («ἡ δὲ Πυθίη ἑκέλευε ἑκ Μαντινέης τῶν Ἀρκάδων καταρτιστῆρα ἀγαγέσθαι», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek